ἀναγνωστέον

ἀναγνωστέον
ἀναγν-ωστέον,
A one must read, Ph.1.200, D.T.642.12, Gal.18(2).235, Sch.E.Andr. 1044.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναγνωστέον — one must read masc acc sg ἀναγνωστέον one must read neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλισμός — ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω] (ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ) μσν. επίλυση προβληματικής κατάστασης αρχ. 1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου 2. φρ. «καθ ὁμαλισμὸν …   Dictionary of Greek

  • γερούνδιο — (gerundium). Απαρεμφατικός τύπος λατινικών ρημάτων σε αιτιατική πτώση. Στην ελληνική λέγεται πρώτο θετικό. Λήγει σε –(e)ndum, απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις και ισοδυναμεί με τους τύπους του ελληνικού ρήματος (σε –τέον) και τις πλάγιες πτώσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”